ἀκαθόριστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαθόριστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαθόριστος ἐπίθ. λόγ. πολλαχ. ἀκαθόριγος Πελοπν. (Λάκων)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καθοριστὸς < καθορίζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ καθωρισμένος, ἀόριστος ἔνθ’ ἀν.: Κατάστασι ἀκαθόριστη λόγ. πολλαχ. Μισθός ἀκαθόριγος. Λακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/