ἀκαΐλευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαΐλευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαΐλευτος ἐπιθ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καϊλευτός < καϊλεύω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ ὑποστὰς σπουδαῖόν τι ἀτύχημα, οἷον θάνατον οἰκείου: Ἀκαΐλευτος ἦτο gαὶ ’φτὸς ὥς τώρα, δὲ dοῦ ᾽χε σικλέτι λαχισμένο, μὰ τώρα καϊλεύτηκε gαλὰ μὲ τσῆ ᾿υναίκας του τὸ θάνατο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/