ἀκάιν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκάιν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκάιν τό, Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
Σιδηροῦς κρίκος συγκρατῶν τὸν ζυγὸν μετὰ τοῦ ἀρότρου, ἀρχ. μέσαβον. Συνών. κρικέλλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA