ἀκακία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκακία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκακία ἡ, (ΙΙ) σύνηθ. ἀκακίγιˬα Πόντ. (Κερασ.) ἀκάτσιˬα Ζάκ. Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀκακία. Τὸ ἀκάτσιˬα ἐκ τοῦ Ἰταλ. Acacia.

Σημασιολογία

1) Φυτὰ τῆς τάξεως τῶν ψυχανθῶν (papillionaceae) α) Τοῦ γένους τῆς ψευδακακίας ἢ ροβινίας (robinia) καὶ ἰδίως ροβινία ἡ ψευδακακία (robinia pseudacacia) δένδρον λευκάνθεμον σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) β) Τοῦ γένους τῆς ᾶκακίας (acacia) καὶ ἰδίως ἀκακία ἡ κυανόφυλλος (acacia cyanophyllus) Κύπρ. 2) Ὑπὸ τὸν τύπον ἀκακία βένετη, ὁ ξενικὸς θάμνος οὑϊσταρία ἡ Σινικὴ (wistaria Chinensis) τοῦ γένους τῆς οὐϊσταρίας (wistaria) Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/