ἄκακος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄκακος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄκακος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) ἄκακο Τσακων. ἀνάκακος Θήρ. Θρᾴκ. Σέριφ. Χίος

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄκακος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀπηλλαγμένος κακίας, ὁ μὴ ποιῶν κακόν, ὁ ἀγαθῆς προαιρέσεως, ἀθῷος κοιν. καὶ Ποντ (Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. : Ἄκακος ἄνθρωπος. Ἄκακη γυναῖκα – καρδιˬά. Ἄκακο παιδὶ κοιν. || Ποίημ. Θὰ σκορπίσουμε τὸ Μάι | ᾿πάνου ’ς τ’ ἄκακα τὰ στήθη ΔΣολωμ. 185. 2) Ὁ μὴ ὑποπτεύων κακόν, ὁ μὴ ὑπόπτης, ἀφελής, ἁπλοῦς, εὐήθης Ἄνδρ. Χίος Ψαρ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Δημοσθ. 1153 «προσποιούμενος ἄκακος εἶναι ἐξηπάτησε τοὺς δικαστάς». 3) Ὁ μὴ προξενῶν κακόν, ἀβλαβὴς Πόντ. (Οἰν.) κ.ἀ. -ΚΠαλαμ. Τραγούδ. Πατρ. 22: Ἄκακον ἀρρώστιˬα Οἰν. Ἄκακα λόγιˬα αὐτόθ. || Ποίημ. Καὶ τ’ ἀγεράκι τ᾿ ἄκακο τῆς Θρᾴκης ζωντανεύει ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/