ἀκαλάτευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαλάτευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαλάτευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καλατευτὸς < καλατεύω.
Σημασιολογία
Ὁ πρὸς ὃν δὲν δύναταί τις νὰ διαλέγεται διὰ τὴν ὑπεροψίαν του, δυσέντευκτος, ὑπεροπτικός, ὑπερήφανος, ἀμίλητος ἔνθ’ ἀν. : Ἐσὺ ἔσ’νε ἀκαλάτευτος καὶ πῶς ἐκαλατεῦτες; Χαλδ. Ντό νὰ πάγω σουμά ’τ’; ἐκεῖνος ἀκαλάτευτος ἔν᾽ αὐτόθ. Συνών. ἀμίλητος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA