ἀκαλοπάθητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαλοπάθητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαλοπάθητος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκαλουπάθ’τους Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καλοπαθητὸς < καλοπαθαίνω.

Σημασιολογία

Ὁ μηδέποτε εὐχαριστηθεὶς ἐν τῷ βίῳ, ἀλλ’ ἀεὶ ὀδυνῶμενος, ταλαίπωρος, δυστυχής: Ἆ͵ τοὺν ἀκαλουπάθ᾽του! (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/