ἀκαμάκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαμάκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαμάρωτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καμακωτὸς < καμακώνω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ἰχθύος κττ., ὁ μὴ κτυπηθεὶς διὰ κάμακος: Ἀκαμάκωτο ψάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/