ἀκαμάρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαμάρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαμάρωτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. καμαρωτὸς < καμαρώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἄνευ ἁψῖδος, ἄνευ καμάρας Σύμ.: Γιστέρνα ἀκαμάρωτη. 2) Ὁ μὴ κλίνων τὴν κεφαλήν, ὁ μὴ βλέπων χαμαί, ἄκαμπτος, ἀλύγιστος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) 3) Ἐπὶ τῆς νύμφης, ἡ μὴ φοροῦσα τὴν καλύπτραν Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA