ἀκαματιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαματιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀκαματιˬὰ ἡ, Ἀθῆν. ἀκαματσιˬὰ Πελοπν. (Λακων.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀκαμάτης.
Σημασιολογία
Ὀκνηρία, ρᾳθυμία, ἀποφυγὴ τῆς ἐργασίας ἔνθ᾽ ἀν: Γνωμ. Μιˬανῆς στιγμῆς δουλε͜ιά, δέκα χρονῶν ἀκαματιˬὰ Ἀθῆν. Ὁ σπουργίτης ἀγαπᾷ τὸ κεχρὶ κιˬ ἀπὸ τὴν ἀκαματσιˬά του λαχταρεῖ (ἐπὶ τοῦ μὴ δυναμένου δι᾿ ὀκνηρίαν νὰ πορισθῇ τὰ εἰς αὐτὸν ἀναγκαῖα) Λακων. Συνών. ἀκαμασιˬά, ἀκαματσουλλιˬά, ἀκαματωσιˬά, ἀκαματωσύνη, ἀκαμωσιˬά, τεμπελιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA