ἀκαμίνιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαμίνιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαμίνιˬαστος ἐπίθ. Ἄθ. Εὔβ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καμινιˬαστὸς < καμινιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ τοποθετηθεὶς ἐν τῇ καμίνῳ, ἐπὶ λίθων πρὸς κατασκευὴν ἀσβέστου ἢ ξύλων πρὸς κατασκευὴν ξυλανθράκων Εὔβ. 2) Ὁ μὴ ἔχων ξύλα, ἐπὶ κλιβάνου ἢ ἑστίας, ἔνθα ἰδιαίτερος τόπος δέχεται τὰ πρὸς καῦσιν ξύλα Ἄθ.: Ὁ φοῦρνος εἶναι ἀκαμίνιˬαστος, τὶ πάς νὰ τὸν ἀνάψῃς;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/