ἀκανόνιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκανόνιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκανόνιστος ἐπίθ. λόγ. κοιν.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀκανόνιστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κεκανονισμένος, ὁ μὴ κατὰ τὸν κανόνα προσηρμοσμένος λόγ. κοιν. 2) Ὁ μὴ ἔχων κανονικὴν ἀναλογίαν τῶν διαστάσεων, ἀσύμμετρος λόγ. κοιν.: Ἀκανόνιστο σῶμα. Ἀκανόνιστη πόρτα. Ἀκανόνιστα πόδιˬα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA