ἀκαπλαμάτιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαπλαμάτιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαπλαμάτιστος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκαπλαμάτιστους Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καπλαματιστὸς < καπλαματίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ περιβεβλημένος ἢ περικεκαλυμμένος μὲ καπλαμᾶν, ἤτοι δι’ ἐλάσματος ἢ ξυλίνου στρώματος. 2) Ὁ μὴ προσηυξημένος κατὰ μῆκος, πλάτος ἢ πάχος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/