ἄκαρδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκαρδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄκαρδα ἐπίρρ. Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Λέσβ. Μακεδ. (Καταφύγ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ.) Χίος κ.ἀ. ἀνάκαρδα Βιθυν. Δαρδαν. Θρᾴκ. (Καλλίπ. κ.ἀ.) Εὔβ. Κύθν. Λέσβ. Σαμοθρ. Τῆν. Χίος κ.ἀ. ἀνέκαρδα Θεσσ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκαρδος.
Σημασιολογία
1) Χωρὶς καρδιˬάν, ἄνευ προθυμίας, οἱονεὶ ὑπ᾿ ἀνάγκης ἢ ὁσίας ἕνεκα ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄκαρδα ποίς τὴ δουλείᾳ σ’ Κερασ. Ἄκαρδα ἄκαρδα τρώει αὐτόθ. Μὶ κουβιdιˬάζ’ ἀνέκαρδα Θεσσ. ᾿Ανάκαρδα δουλεύει Βιθυν. Την ’Ανὰκαρδα τρώγει Χίος. Πβ. ξέκαρδα. 2) Ἄνευ συγκινήσεως Μακεδ. (Καταφύγ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA