ἀκάρδιˬωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκάρδιˬωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκάρδιˬωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀκάρδιˬουτους Μακεδ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καρδιˬωτός<καρδιώνω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἐγκαρδιωμένος, ὁ ἄνευ θάρρους, ὁ ἄτολμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA