ἀκαρίκιˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαρίκιˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαρίκιˬαστος ἐπίθ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καρικιˬαστὸς<καρικιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ σκληρυνθείς, ὁ μὴ παθὼν ψῦξιν: ’Ακαρίκιˬαστος εἶν᾿ ἀκόμα, μὰ σὰν πιˬάσουν τὰ κρύα τὰ δυνατὰ θὰ καρικιˬάσῃ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/