ἀκαταγύρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαταγύρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαταγύρευτος ἐπίθ. Χίος ἀκαταΰρευτος Χίος (Πυργ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καταγυρευτὸς<καταγυρεύω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ καταγυρεύων, ὁ μὴ ἔχων πολλὰς καὶ ἐπιμόνους ἀπαιτήσεις, ὁ ἀρκούμενος εἰς ὀλίγα, μετριοπαθής, ὀλιγαρκής: ᾿Ακαταγύρευτος ἄθρωπος εἶναι, ὅ,τι τοῦ δώῃς εὐχαριστεῖται. Τέτο͜ιον ἀκαταγύρευτον ἄθρωπον δὲν εἶδαν τὰ μάτια μου!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/