ἀκατάδεχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκατάδεχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκατάδεχτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ.) ἀκατάδιχτους βόρ. ἰδιώμ. ἀκατάδετθε Τσακων.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἐπιθ. ἀκατάδεκτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καταδεχόμενος, ὁ μὴ συγκαταβαίνων, ὑπερήφανος, ἀλαζών, ὑπερόπτης ἔνθ’ ἀν.: Ἄνθρωπος ἀκατάδεχτος. Γυναῖκα ἀκατάδεχτη. Ἔγινε ἀκατάδεχτος καὶ δὲ μιλάει κἀνενοῦ κοιν. ’Αντίθ. καταδεχτικός. 2) Ὁ λάρυγξ (ὡς λίαν εὐαίσθητος καὶ οὐδὲν δεχόμενος) Παξ.: Τοῦ πῆε ’ς τὸν ἀκατάδεχτο (δηλ. ἡ τροφή).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/