ἀκαταλάγˬιαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαταλάγˬιαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαταλάγˬιαστος ἐπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Κρήτ. Κῶς κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *καταλαγιˬαστὸς<καταλαγιˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ καταλαγιάζων, ἤτοι ἀνήσυχος, ἄτακτος, ἰδίᾳ ἐπὶ παιδίου ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Ακαταλὰγιˬαστο παιδὶ Κονίστρ. Εἶναι ἀκαταλάγιˬαστος ἀνθρωπος Κῶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/