ἀκατανόητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκατανόητος

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀκατανόητος ἐπίθ. λόγ. κοιν.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀκατανόητος.

Σημασιολογία

᾿Ακατάληπτος, ἀνεξήγητος, παράδοξος λόγ. κοιν.: Ἡ παραξενάδα του εἶναι πρᾶμα ἀκατανόητο Θήρ. Ἀκατανόητος ἦτο κιˬ ὁ λόος εὐτὸς Νάξ. (᾽Απύρανθ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/