ἀκατάπαυστα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάπαυστα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκατάπαυστα ἐπίρρ. λόγ. πολλαχ. ἀκατάπαυτα πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀκατάπαυστος.
Σημασιολογία
Συνεχῶς, ἀδιαλείπτως, ἀδιακόπως πολλαχ.: Ἔβρεχε ἀκατάπαυτα. ᾿Ακατάπαυτα γελάει - μιλάει. Τ᾿ ἀφτιˬά μου βουΐζουν ἀκατάπαυστα πολλαχ. || Ποίημ. Ναί, ἀλλὰ τώρᾳ ἀντιπαλεύει | κάθε τέκνο σου μὲ ὁρμή, ποῦ ἀκατάπαυστα γυρεύει | ἤ τὴν νίκη ἤ τὴν θανὴ ΔΣολωμ. 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA