ἀκατάπαυστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκατάπαυστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκατάπαυστος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀκατάπαυτος πολλαχ. ἀκατάπαυτους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκατάπαυστος.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ καταπαύσας, συνεχής, ἀδιάλειπτος, ἀδιάκοπος ἔνθ’ ἀν.: Ἔχου ἀκατάπαυτου πυριτὸ Αἰτωλ. Οὑ ἀκατάπαυτους ὕπνους βλάβ' αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/