ἀκαταστάλαχτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκαταστάλαχτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκαταστάλαχτος ἐπίθ. πολλαχ. ἀκαταστάλαχτους Σάμ.

Ετυμολογία

Ἐκ του στερητ. ἀ- και του ἐπιθ. κατασταλαχτὸς<κατασταλάζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κατασταλαγμένος, ὁ μὴ διαυγής, ὁ θολὸς ἔτι, ἐπὶ ὑγρῶν καταλειπόντων ἵζημα πολλαχ.: Ἀκαταστάλαχτος - καφὲς - νερὸ κττ. 2) ᾿Αδιάκοπος Σάμ.: Ἀπόψι τοὺ νιρὸ πῆγι ἀκαταστάλαχτου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/