ἀκατάχωστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατάχωστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκατάχωστος ἐπίθ. ἀάουτε Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ του στερητ. ἀ- και του ἐπιθ. *καταχωστὸς<καταχώνω, παρ’ ὃ καὶ αούχου.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καταχωθείς, ὁ μὴ ταφείς, ἄταφος: Νιˬ ἀφήκαι τρεῖρ ἁμέρε ἀάουτε τζ’ ἐσαπρᾶτζε (τὸν ἄφησαν τρεῖς ἡμέρας ἄταφον καὶ ἐσάπη).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA