ἀκατένιστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκατένιστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκατένιστος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) ἀκατένιγος Πόντ. (Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κατενιστὸς<κατενίζω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κατακλυσθεὶς διὰ πολλοῦ ὕδατος πρὸς καθαρισμόν, ἐπὶ πλύσεως ἐνδυμάτων, σκευῶν κττ. μετὰ τὴν λεπτομερεστέραν πλύσιν Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Χαλδ.): ᾿Ακατένιστα λώματα-κεύ κττ. Χαλδ. κ.ἀ. Συνών. ἀξέβγαλτος. 2) Ὁ θολὸς ἔτι, ὁ μήπω καταστὰς διαυγὴς διὰ καθιζήσεως τοῦ ἐν αὐτῷ χώματος κττ., ἀκαταστάλακτος, ἐπὶ ὕδατος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.): Νερὸν ἀκατένιστον. 3) ᾿Ακατέργαστος ἔτι, ἐν τῇ ταλασιουργίᾳ περὶ μαλλίου ἢ καννάβεως μὴ ὑποστάντων τὴν τελευταίαν κατεργασίαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/