ἀκατηγόρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκατηγόρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκατηγόρευτος ἐπίθ. ἀκακηγόρευτε Τσακων.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κατηγορευτὸς<κατηγορεύω, παρ’ ὃ καὶ κακηγορέγγου. Περὶ τῆς τροπῆς τοῦ τ εἰς κ πβ. GAnagnostopulos Tsakon. Grammat. 18.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ κατηγορηθείς. Συνών. ἀκατηγόρητος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/