ἀκατούνευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκατούνευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκατούνευτος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Περίστασ.) Νίσυρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κατουνευτὸς<κατουνεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μηδὲ κατούναν ἔχων, ἤτοι ὁ ἄνευ περιουσίας, ἀκτήμων ἔνθ’ ἀν. 2) ᾿Ακατάστατος, ἀτημέλητος Νίσυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA