ἀκατούρητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκατούρητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκατούρητος ἐπίθ. κοιν. ἀκατούρετος Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) ἀκατούριγος Κεφαλλ. Πελοπν. (Κόρινθ.) ἀκατούρ’γους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κατουρητὸς<κατουρῶ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ περιβραχεὶς δι’ οὔρων, ὁ μὴ κατουρημένος κοιν.: Φρ. Τὰ μάζωξε οὕλα κατουρημένα τ’ ἀκατούριγα (ὅλα μαζί, φύρδην μίγδην, ἐπὶ βιαίας φυγῆς) Κόρινθ. Φίλησε κατουρημένες ποδεˬὲς τ᾽ ἀκατούριγες (ἐπὶ τοῦ χαμερπῶς ἐκλιπαρήσαντος) αὐτόθ. ᾿Αντίθ. κατουρημένος (ἰδ. κατουρῶ). 2) Ὁ μὴ οὐρήσας Κρήτ. Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Εἶναι ἄπλυτος κιˬ ἀκατούρητος Κρήτ. ᾿Ακατούρετον ἔν' τὸ παιδὶν Τραπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/