ἀκαυτηρίαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκαυτηρίαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκαυτηρίαστος ἐπίθ. Λεξ. Μ.᾽Εγκυκλ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγ. ἐπίθ. ἀκαυτηρίαστος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ καυτηριασθείς, ὁ μὴ διὰ καύσεως ἐστιγμένος ἢ σεσημασμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA