ἀκέλευστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκέλευστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκέλευστος ἐπίθ. Πόντ. (Οἰν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κελευστὸς<κελεύω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκέλευστος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ κελευσθείς, ὁ μὴ χειροτονηθεὶς εἰς ἰερατικόν τι ἀξίωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA