ἀκεμπρελέευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκεμπρελέευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκεμπρελέευτος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κεμπρελεευτὸς<κεμπρελεεύω.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ τυχὼν λιπάσματος, ἀλίπαντος, ἀκόπριστος: ’Ακεμπρελέευτον κεπὶν-χωράφ’ κττ. (κεπὶν = κῆπος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA