ἀκέντητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκέντητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκέντητος ἐπίθ. κοιν. ἀκέdητος πολλαχ. ἀκέντητους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκέντητος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κεντηθείς, ὁ μὴ διὰ κέντρου νυχθεὶς ἐνιαχ. β) Μεταφ. ὁ μὴ ὑπὸ τοῦ ποθέντος οἴνου ἢ ἄλλου ποτοῦ μεθυσθεὶς Μακεδ. 2) Ὁ μὴ διὰ κεντήματος ποικιλθεὶς κοιν.: ᾽Ακέντητο μαντήλι – ποκάμισο - φόρεμα κττ. 3) ᾿Επὶ πυροβόλου ὅπλου, ὁ μὴ ἐκπυρσοκροτήσας, ὁ παθὼν ἀφλογιστίαν Κρήτ. Πβ. ἀκέντρωτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA