ἀκέντρωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκέντρωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκέντρωτος ἐπίθ. σύνηθ. ἀκέdρωτος πολλαχ. ἀτσέντρουτος Εὔβ. (Κονίστρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κεντρωτὸς<κεντρώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κεντρωθείς, ὁ μὴ διὰ κέντρου νυχθεὶς Εὔβ. (Κονίστρ.) 2) ᾿Επὶ δένδρων, ὁ μὴ ἐνοφθαλμισθεὶς σύνηθ.: ᾿Ακέντρωτη ἀγριελα͜ιὰ-μηλεˬὰ-συκεˬὰ κττ. Συνών. ἀκέντριστος, ἀμπόλιˬαστος. 3) Ἐπὶ ζῴου, ὁ μὴ ἐμβολιασθεὶς δι᾿ ὀροῦ Πελοπν.: Πρόβατο ἀκέντρωτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA