ἀκέρα͜ιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκέρα͜ιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκέρα͜ιος ἐπίθ. κοιν. ἀκέρα͜ιους βόρ. ἰδιώμ. ἀκ-κέρα͜ιος Σύμ. Τῆλ. ἀκ-κέραι͜ους Λυκ. (Λιβύσ.) ἀτσέρα͜ιος Ἄνδρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ κ.ἀ.) ἀκίραι͜ος Σῦρ. ἀκίραι͜ους Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκέραιος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ὑποστὰς μείωσιν ἢ φθοράν, ὁλόκληρος, ἄθικτος, ἀνελλιπής, ἄρτιος κοιν. ᾿Ακ-κέρα͜ιο ψωμὶ ἔφαε Τῆλ. Θέλει ᾿ς τὸ φαεῖ του ἕνα ἀρνὶ ἀκέρα͜ιο Κεφαλλ. || Παροιμ. Καὶ τὸ σκύλλο χορτᾶτο καὶ τὴν πίττα ἀκέρα͜ια (ἐπὶ τῶν ζητούντων νὰ συμβιβάσουν τὰ ἀσυμβίβαστα) πολλαχ. Ἤδη παρ᾿ ἀρχαίοις ἐπὶ τῆς γενικωτέρας σημασίας τοῦ ἀβλαβοῦς. Πβ. 'Ηρόδ. 3,146 «ἀκέραιον τὴν πόλιν», Πλάτ. Πολ. 342b) «αὐτὴ δὲ ἀβλαβὴς καὶ ἀκέραιος» καὶ Θουκ. 3,3 «ναυτικὸν ἔχουσαν καὶ δύναμιν ἀκέραιον». β) Ἄκοπος, ἀτεμάχιστος σύνηθ.: Ἔβαλε τὴν κόττα νὰ βράζῃ ἀκέρα͜ια πολλαχ. Τὰ ξύλα νὰ μὴ τὰ κόψ’ς, μόν’ νὰ τὰ βά’ς ἀκέρα͜ια μέσ᾽ ᾿ς τὸ μαγαζὶ Θρᾴκ. Δὲ χωρεῖ ἀκέρα͜ιο καὶ θὰ τὸ βάλλω κομματιˬαστὸ αὐτόθ. Ἅμα κά’ γυαλὶ ἡ μ᾿λουνόπιτρα, βγά’ πιταλοῦδις κὶ τοὺ πίτ’ρου ἀκέρα͜ιου (ἅμα ἡ μυλόπετρα λειανθῇ, ἐκβάλλει χονδραλεσμένα τεμάχια τοῦ σίτου καὶ τὸ πίτυρον ἀκέραιον) Μακεδ. (Χαλκιδ.) γ) ᾿Επὶ νεκροῦ, ἄλυτος πολλαχ.: Νὰ τὸν βροῦν ἀκέρα͜ιο! (κατὰ τὴν ἀνακομιδὴν τῶν ὀστῶν του νὰ τὸν εὕρουν ἄλυτον ἔτι! ᾿Αρὰ) Ἤπ. Νὰ βγῇς ἀκέραιος! αὐτόθ. Συνών. ἄλει͜ωτος. 2) Πλήρης, τέλειος, ἐντελὴς πολλαχ.: Χρειάζουντι μιὰ ὥρα ἀκέραι͜α Θεσσ. ᾽Είνετον ἀκ-κέρα͜ιος (ἐμεγάλωσεν ἀρκετὰ) Σύμ. Èν ἐντρέπεσαι ἀκ-κέραι͜ος ἄντρας ᾿ὰ παίζῃς μὲ τὰ μωρά! Τῆλ. || Γνωμ. Λόγος π᾿ ἀκούεται ἤ μισὸς ἤ ἀκέρα͜ιος (φήμη τις, καὶ ἐὰν δὲν εἶναι καθ᾽ ὁλοκληρίαν ἀληθής, ἀλλ᾽ ὅμως μετέχει ἀληθείας τινὸς) πολλαχ. Συνών. σωστός. β) Ὥριμος γάμου Μακεδ. (Χαλκιδ.) 3) Ὑπερμεγέθης, ὑπερφυὴς Μακεδ. Σύμ.: ᾿Νεφαίνει ἀποὺ τὴν πόρταν ἕναν θεριˬὸν ἀκ-κέρα͜͜ιο μ᾿ ἐννεˬὰ κεφάλες Σύμ. Μάρμαρο ἀκ-κέραι͜ο αὐτόθ. || ᾎσμ. Παντρεύιτ’ ἡ ἀγάπη μου κὶ παίρνει τοὺν οὐχτρό μου, βάνει τὰ στέφανα χρυσᾶ κιˬ ἀκέραι͜ις τοὶς λαμπάδις Μακεδ. 4) Ὁ εὐκατάστατος, ὁ ἔχων ἱκανὴν περιουσίαν, αὐτάρκης Πελοπν. (Καλάβρυτ.): Γνωμ. Κλαίει ὁ μισός, κλαίει κιˬ ὁ ἀκέρα͜ιος καὶ ’κεῖνος ποῦ δὲν εἶχε ὁλότελα καθόταν καὶ τραγούδαγε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA