ἀκέραστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκέραστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκέραστος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.) ἀτσέραστος Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) Μεγίστ. κ.ἀ. ἀκέραγους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀκέραους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κεραστός<κερνῶ. Πβ. το μεσν. ἐπίθ. ἀκέραστος.
Σημασιολογία
1) Καθόλου, ὁ μὴ φιλοδωρηθεὶς διὰ ποτοῦ τινος, οἷον οἴνου, ποτοῦ ἢ γλυκύσματος κττ. κοιν. καὶ Πόντ.(Κερασ.): Ὅλοι ἐκεράστηκαν κ’ ἐγὼ ἔμεινα ἀκέραστος κοιν. Δὲν κά’ νὰ φύβ’ς ἀπ’ τοὺ σπίτι μ’ ἀκέραγους Αἰτωλ. Ἔμ’νι ἀκέραους οὑ ξένους αὐτόθ. Μὴν τ᾿ν ἀφί’ς ἀκέραη τὴ ’ναικούλλα αὐτόθ. 2) Ὁ μὴ τυχὼν φιλοδωρήματος, δώρου, ἰδίᾳ ἐπὶ τῶν νεονύμφων πολλαχ.: Ἄφησε τὴ νύφη ἀκέραστη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA