ἀκέρδιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκέρδιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκέρδιστος ἐπίθ. πολλαχ. ἀκέρδητος Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) - Λεξ. Λάουνδ. ἀκέρδητο Καππ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κερδιστὸς<κερδίζω, παρ’ ὃ καὶ κερδάω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἀποκτηθῇ Καππ.: ᾎσμ. Ὁ κόσμος ἔνι ἀκέρδητο καὶ κἀνεὶς δὲν κερδᾷ τον. 2) Ὁ μὴ κερδίσας καθόλου πολλαχ. Πβ. ἀκέρδευτος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA