ἀκίνητος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκίνητος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκίνητος ἐπίθ. λόγ. κοιν. ἀτσίνητος Ἄνδρ. κ.ἀ. ἀτσίνητε Τσακων. ἀκούνητος σύνηθ. ἀκούνιστος Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. Πελοπν. (Λακων. Πάτρ.) Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ. ἀκούνιχτος Ποντ. (Κερασ.) ἀκού’στους Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ.) Μακεδ. ἀκούνιγος Κεφαλλ. Ποντ. (Τραπ.) κ.ἀ. ἀκούνιˬος Κέρκ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀκίνητος. Ὁ τύπ. ἀκούνητος ἐκ τοῦ κουνῶ, δι᾽ ὃ ἰδ. κινῶ. Ὁ τύπ. ἀκούνιστος καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κινούμενος, ἀμετακίνητος, ἀσάλευτος σύνηθ.: Στέκει ἀκίνητος σύνηθ. Νερὰ ἀκίνητα (λιμνάζοντα ὕδατα) Ἤπ. Ἔμεινε βουβὸς κιˬ ἀκούνιˬος Κέρκ. || Γνωμ. Τὸ ἀκίνητο νερὸ βρομάει (ἐπιβλαβεῖς εἶναι ἡ ἀργία καὶ ὀκνηρία) Λακων. κ.ἀ. β) Ὁ μὴ δυνάμενος νὰ κινηθῇ πολλαχ.: Ἡ πέτρα αὐτὴ εἶναι ἀκούνιστη (εἶναι τόσον μεγάλη, ὥστε δὲν δύναταί τις νὰ τὴν μετακινήσῃ) Σαρεκκλ. γ) Μεταφ. Ἰσχυρός, εὔπορος Πελοπν. (Πάτρ.): Σπίτι ἀκούνιστο. 2) Ὁ μὴ λικνισθείς, ὁ μὴ κουνηθεὶς ἐπὶ βρέφους Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Βογατσ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ.): Τὸ παιδὶ κοιμήθηκε ἀκούνιστο Σαρεκκλ. ’Ακούνιστον ἔν’ τὸ μωρὸν Τραπ. 3) Ὁ μὴ τεθεὶς εἰς κίνησιν, ὁ μὴ ἐκκινήσας Ἤπ.: Ἐκίνησε ὁ ταξιδιώτης; - Ὄχι, εἶναι ἀκόμα ἀκίνητος. Μύλος ἀκίνητος. Ψίκι ἀκίνητο (ψίκι = πομπή, συνοδεία). 4) Ὁ μὴ τεθεὶς ὑπὸ ζυγόν, ἐπὶ βοῶν Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Ἐκίνησες τὸ βουδόπουλλο; - Ἀκίνητο το’ χω ἀκόμη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA