ἀκκομπανιˬαμέντο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκομπανιˬαμέντο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκκομπανιˬαμέντο τό, σύνηθ. Ζάκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. accompagnamento.
Σημασιολογία
Ἡ ὑπὸ μουσικοῦ ὀργάνου συνοδεία μέλους εἴτε διὰ τῆς φωνῆς εἴτε δι᾿ ἄλλου μουσικοῦ ὀργάνου ἐκτελουμένου ἔνθ’ ἀν.: Κάνω ἀκκομπανιˬαμέντο πολλαχ. Τραγουδάει καλά, μὰ θέλει κι ἀκκομπανιαμέντο Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA