ἀκκομπανιˬάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκομπανιˬάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκκομπανιˬάρω Ζάκ. Κερκ. Κεφαλλ. κ.ἀ. ἀκκομπανιˬάρου Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ’κομπανιˬάρω Κέρκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. accompagnare.
Σημασιολογία
1) Συνοδεύω, συντροφεύω Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Κέρκ. 2) Συνοδεύω διὰ μουσικοῦ ὀργάνου μέλος εἴτε ᾀδόμενον εἴτε δι᾿ ἄλλου μουσικοῦ ὀργάνου ἐκτελούμενον Ζάκ. Κεφαλλ κ.ἀ.: Λέγε τραγούδι κ’ ἐγὼ θὰ σ’ ἀκκομπανιˬάρω μὲ τὴν κιθάρα Κεφαλλ. ᾽Επαίζανε τὰ βιˬολιˬὰ κι ἀκκομπανιˬάριζα κ’ ἐγὼ Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA