ἀκκορτζέρομαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκορτζέρομαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκκορτζέρομαι Ζάκ. ἀκροτζέρομαι Ζάκ. ἀκκοτζέρομαι Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. accorgersi. Ἡ λ. καὶ παρὰ Στάθῃ Πρᾶξ. Α στ. 293 κἑξ. (ἔκδ. ΚΣάθα 121) «παράγραφο δὲν ἔχω μπλεˬὸ ’ς τὸ νοῦ μου οὐδὲ ντιγέστα | μηδὲ ἀκκορτζέρομαι τὸ πῶς φορῶ ντοττῶρε βέστα».
Σημασιολογία
Συναισθάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἀκκοτζαρίστηκα πῶς ἔμεινα μόνος Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA