ἀκκουμπεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκκουμπεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκκουμπεύω, ’κουμπέgουω ᾿Απουλ. ᾿κουμπέgω ᾽Απουλ. ’κουμπέω ᾿Απουλ. ᾿κομπέω Καλαβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀκκουμπῶ κατὰ τὰ εἰς -εύω ρήματα.
Σημασιολογία
’Ερείδομαι, στηρίζομαι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA