ἀκκουμπιστήρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκκουμπιστήρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀκκουμπιστήρα ἡ, ἐνιαχ. ἀκκουbιστήρα Κρήτ. Πελοπν.(Λακων.) ’κουμπιστήρα Κύπρ. κ.ἀ. ’πουbιστήρα Κεφαλλ. Κρήτ. κ.ἀ. ᾿κομπιστήρα Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.)

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀκκουμπιστήρι ἄνευ μεγεθυντικῆς σημ.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀκκουμπᾷ, ἐρείδεται, βακτηρία ἔνθ’ ἀν.: Εἶναι γέρως καὶ στέκει μὲ τὴν ἀκκουbιστήρα Κρήτ. ᾿Ακκουbιστήρα σου ἔγινα ἐγὼ κ’ ἔπεσες ἀπάνω μου; Λακων. || ᾎσμ. Κιˬ ἂν δὲν μὲ ᾿ποστηρίξετε ὅλοι σας μὲ τὴν γύραν, ὡς τοὺς ὀγδόντα νὰ σᾶς δῶ ὅλους μὲ ’κουμπιστήραν Κύπρ. 2) Λίθος, ἐφ᾽ οὗ τις ἀποθέτει τὸ φορτίον του χάριν μικρᾶς ἀναπαύσεως Πελοπν. (Λακων.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/