ἀκλάδευτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκλάδευτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκλάδευτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ.) ἀκλάδιφτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀκλάδευτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κλαδευθείς, ὁ μὴ ὑποβληθεὶς εἰς κλάδευμα ἔνθ’ ἀν.: ᾽Ακλάδευτο ἀμπέλι - δέντρο. Ἀκλάδευτη ἐλα͜ιὰ - λεμονεὰ κττ. κοιν. ᾽Ακλάδευτο δεντρὸ Ὄφ. || Φρ. Εἶν’ ἀbὲ’ ἀκλάδιφτου (ἐπὶ ἀμαθοῦς) Σάμ. Συνών. ἀκλὰδιστος, ἄκλαδος (Ι). 2) ’Επὶ δένδρων, ὁ μὴ ἐγκεντρισθείς, ὁ μὴ ἐνοφθαλμισθεὶς (διὰ τὴν κλάδευσιν ὡς συνήθως τοῦ δένδρου πρὸς ἐγκεντρισμὸν) Νάξ. (᾿Απύρανθ.): ᾽Ακλάδευτο δεdρὸ (ἄγριον δένδρον). Συνών. ἀμπόλιˬαστος. 3) Ὁ μὴ ἐκφύσας κλάδους Πόντ. (Κερασ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA