ἀκλάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκλάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκλάριστος ἐπίθ. Μακεδ. (Βογατσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *κλαριστὸς<κλαρίζω.
Σημασιολογία
Ἐπὶ δένδρων, ἀκλάδευτος, ἀπὸ τοῦ ὁποίου δὲν ἐκόπησαν κλαριά, ἤτοι κλάδοι. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἄκλαδος (Ι).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA