ἀκλείδωτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκλείδωτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀκλείδωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ.) ἀκλείδουτους βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. κλειδωτὸς<κλειδώνω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κεκλεισμένος διὰ κλειδὸς ἔνθ’ ἀν.: ’Ακλείδωτη πόρτα. ᾽Ακλείδωτο ντουλάπι - σεντούκι - σπίτι κττ. συνηθ. Ἐφῆκες ἀκλείδωτον τήν πόρταν και ἔπεσες κὰ (ἐπλάγιασες) Τραπ. 2) Μεταφ. ὁ μὴ κλειδώνων τὸ στόμα του, ἀθυρόστομος Μακεδ. (Βογατσ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA