ἄκλειστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄκλειστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄκλειστος ἐπίθ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κόρινθ.) Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄκλειστος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ κεκλεισμένος, ἀνοιχτὸς ἔνθ’ ἀν.: Ἔχου τὸ βαρέλλι ἄκλειστο (τὴν θύραν μήπω προσηρμοσμένην, ὥστε νὰ δεχθῇ τὸ γλεῦκος) Εὔβ. ᾿Εξὲβε τ’ ἐφῆτε ἄκλειστο τὴν πόρτα Ὄφ. Ἄκλειστο ἐπόμεινε τὸ στόμαν ἀτ᾽ αὐτόθ. Σπίτι ἄκλειστο Ἤπ. Καλάβρυτ. Κόρινθ. Πόρτα ἄκλειστη αὐτόθ. Ἤδη παρὰ Πλουτάρχ. Ἠθ. (ἔκδ. Bernadakis) 5,122,10 «οἰκίαν τε παρέχων ἄκλειστον ὡς λιμένα φύξιμον ἀεὶ τοῖς χρῄζουσι». Πβ. καὶ Θουκ. 2,93 ἦν δὲ ἀφύλακτος καὶ ἄκλειστος» (ἐνν. ὁ λιμὴν τοῦ Πειραιῶς). 2) Μεταφ. ὁ μὴ συγκεκολλημένος, ὁ μὴ προσηρμοσμένος, ἐπὶ τῶν ξηραινομένων σύκων, τὰ ὁποῖα διχοτομοῦν πρῶτον καὶ ἔπειτα συγκολλοῦν ἀνὰ δύο Εὔβ. (Κονίστρ.): Ἔχου τὰ σῦκα ἄκλειστα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA