ἀκληριˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκληριˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀκληριˬάζω, ἀκλεριˬάζω Πελοπν. (Λακων. κ.ἀ.) ἀκλεράζου Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄκληρος.
Σημασιολογία
1) Χάνω τὰ τέκνα μου, τοὺς κληρονόμους μου, εἶμαι ἄκληρος ἔνθ’ ἀν.: Ν’ ἀκλεριˬάσω, ἂν σοῦ λέω ψέματα! Λάκων. Πβ. ἀκληρίζω. 2) Εἶμαι ἄκληρος, στεροῦμαι ἄρρενος τέκνου Πελοπν. (Λάκων. κ.ἀ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA