ἀκληρόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀκληρόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀκληρόπουλλο ἐπίθ. οὐδ. ἀκλερόπον Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. ἄκληρος.

Σημασιολογία

Τὸ μὴ ἀνῆκον εἰς οὐδένα, ἀδέσποτον, ἔρημον: ’Ακλερόπον ἐπελέστα ἀπάν’ ᾿ς σὸν κόσμον! (ἀπέμεινα ὀρφανός). ᾿Ακλερόπα νὰ ἐλέπω τὰ λώματα σ᾽! (εἴθε νὰ ἴδω τὰ ἐνδύματά σου ἀδέσποτα, ἤτοι εἴθε νὰ ἀποθάνῃς! ᾽Αρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/