ἀκλούθα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκλούθα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀκλούθα ἐπίρρ. Θρᾴκ. (Αἶν. Κομοτ.) Ἴμβρ. Κεφαλλ. κ.ἀ. -ΑΒαλαωρ. Ἔργα 2,108 καὶ 113 ἀκλόθ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) ἀκλούθου Ἤπ. ἀγκλούθου Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἡ προστακτ. τοῦ ρ. ἀκολουθῶ, παρ’ ὃ καὶ ἀκλουθῶ, μεταπεσοῦσα εἰς χρῆσιν ἐπιρρηματικήν.
Σημασιολογία
Μὲ τὸ νὰ ἀκολουθῇ τις, ἀκολουθῶν, ἀκολουθῶντας ἔνθ᾽ ἀν.: ᾽Ακλούθα ἀκλούθα μ᾿ ἔφτασε Κεφαλλ. (πβ. φρ. πὲ πὲ τὸ κωπὲλλι, ἔκαμε τὴν κυρὰ καὶ θέλει). ᾽Ακλούθα ἀκλούθα πρόφτασι Κομοτ. Πάγ’νε τ᾽ ἕν’ τ᾽ ἄλλ᾿ ἀκλόθ (πηγαίνουν ὁ εἷς κατόπιν τοῦ ἄλλου) Χαλδ. || Φρ. Παίρνω ἀκλούθα (παρακολουθῶ. Συνών. φρ. παίρνω ἀποκοντὰ -᾿ς τὸ κοντὸ) Κεφαλλ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Παίρνου ἀπ᾿ ἀκλούθα Ἴμβρ. Παίρνου τὴ δ᾿λει͜ὰ ἀπ᾽ ἀκλούθου (ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω πολὺ διὰ τὸ ἔργον) Ἤπ. || Γνωμ. ᾿Απὸ φτωχὸ μὴ δανεισθῇς, γιατὶ σὲ παίρνει ἀκλούθα Κεφαλλ. - Ποίημ. Μὲ πῆρ’ ἀκλούθα ὁ σκύλλος σου κ’ ἦλθε μ’ ἐμὲ νὰ σ’ εὕρῃ ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. 108 ...γυρίζει καὶ κοιτάζει μὴ ζωντανέψ’ ἡ κεφαλὴ καὶ τόνε πάρῃ ἀκλούθα ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾽ ἀν. 113.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA