ἀκλούθι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀκλούθι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀκλούθι τό, ἀκολούθι ἀγν. τόπ ἀκλούθι Ἤπ. Πελοπν. (Καλάμ. Μεσσ.) Σῦρ. ἀκλούθ’ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀκλόθ’ Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἁ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ἀκόλουθος.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀκολουθῶν, ὁ μετ᾽ ἄλλου συνυπάρχων, ὁ ἔχων τόπον παρακολουθήματος ἔνθ’ ἀν.: ᾿Κ’ ἐφτάν’ τ᾽ ἔρθεν ὁ ἴδιον, ἔφερεν καὶ τέσσερα πέντε ἀκλόθ μετ᾽ ἐκεῖνον ἐντάμαν (δὲν φθάνει ὅτι ἦρθεν ὁ ἴδιος, ἀλλὰ ἔφερε κτλ.) Κοτύωρ. || Φρ. Μὲ πῆρε τ᾽ ἀκλούθι (μὲ παρακολουθεῖ κατὰ πόδας) Ἤπ. Σῦρ. Μὶ πῆρι ἀπ᾿ ἀκλούθ’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ζαγόρ. Παίρνου τὴ δ’λει͜ὰ ἀπ᾿ ἀκλούθ’ (ἐπιμελοῦμαι, φροντίζω πολὺ διὰ τὸ ἔργον) αὐτόθ. || Γνωμ. ᾽Απὸ φτωχὸ ποῦ δανειστῇ, τὸν παίρνει ἀκολούθι ἀγν. τόπ. 2) Ὁ πλακοῦς, ὁ ὁποῖος κατὰ τὸν τοκετὸν ἐξέρχεται κατόπιν τοῦ ἐμβρύου Ἤπ.: Βγῆκε - ἔπεσε τ᾽ ἀκλούθι. Συνών. ἀδέρφι 2, ἀκόλουθο, συντρόφι, ταίρι, ὕστερο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA